Τα τέκνα της Αγίας Θεοδώρας

Τα τέκνα της Αγίας Θεοδώρας

Τα τέκνα του Μιχαήλ Β΄ ΚομνηνοΔούκα και της Αγίας Θεοδώρας

Τα γνήσια τέκνα του Μιχαήλ Β΄ και της Θεοδώρας ήταν: ο Νικηφόρος Α΄, ο Ιωάννης, ο Δημήτριος, η Άννα, η Ελένη και μια ακόμη κόρη ανώνυμη και άγνωστου βίου για την οποία ελάχιστες πληροφορίες μας παραδίδει ο Παχυμέρης, γράφοντας ότι ήταν σύζυγος του Αλέξιου Ραούλ τον οποίο η Αγία Θεοδώρα δέχτηκε ως γαμπρό της με πολλή χαρά .

              1. Νικηφόρος Α΄ Άγγελος, Κομνηνός, Δούκας

                Ο Νικηφόρος Α΄ είναι το πρώτο νόμιμο τέκνο του Μιχαήλ Β΄ και της Θεοδώρας και ο νόμιμος διάδοχος. Γεννήθηκε στην Πρένιτσα της Άρτας πιθανότατα το 1232 και απεβίωσε στη Άρτα περί το 1296. Έζησε τα πέντε πρώτα χρόνια της ζωής του μαζί με την μητέρα του στην εξορία, υποφέροντας μαζί της όλες τις σκληρές δοκιμασίες. Κατόρθωσαν όμως να επιβιώσουν και να βρουν προστασία στο σπίτι ενός ιερέως της Πρένιστας. Δίπλα του ο Νικηφόρος θα μάθει τα πρώτα γράμματα. Όταν αποκαταστάθηκαν οι σχέσεις των γονιών του, ο Νικηφόρος συνέχισε την εκπαίδευσή του στη σχολή της Άρτας. Η μητέρα του, η Θεοδώρα, που υπήρξε οργανωτικός εγκέφαλος των διπλωματικών ενεργειών και συμφωνιών του Δεσποτάτου, οδηγεί το γιο της το 1249 στην Νίκαια . Εκεί στις Πηγές θα πετύχει να τον μνηστεύσει με την Μαρία κόρη του Θεόδωρου Λάσκαρη και εγγονή του αυτοκράτορα της Νίκαιας Ιωάννη Γ΄ Βατάτζη. Τον Οκτώβριο του 1256 τελούνται στη Θεσσαλονίκη με κάθε λαμπρότητα οι γάμοι του Νικηφόρου και της Μαρίας από τον πατριάρχη Αρσένιο και ο αυτοκράτορας Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρης του απονέμει τον τίτλο του Δεσπότη . Ο Νικηφόρος θα αποκτήσει με τη σύζυγό του μια κόρη, η οποία ονομάστηκε και αυτή Μαρία. Δυστυχώς όμως η σύζυγός του θα πεθάνει νωρίς και δύο χρόνια μετά το θάνατο της, το 1265 , θα νυμφευθεί την Άννα, τρίτη κόρη του Ιωάννη Καντακουζηνού και της Ειρήνης Παλαιολόγου. Από τον γάμο αυτό απέκτησε τρία παιδιά, την Θαμάρ, τον διάδοχό του, Θωμά και τον Μιχαήλ . Ο Νικηφόρος Α΄ είχε λάβει από τον πατέρα του Μιχαήλ Β΄ μαθήματα για τα θέματα της διοίκησης του κράτους και κυρίως των διεθνών σχέσεων. Όπως ο πατέρας του, ακολούθησε μία αμφίρροπη εξωτερική πολιτική, ώστε να εξασφαλίσει την ισορροπία μεταξύ των διαφόρων ηγεμόνων, ομόδοξων και ετερόδοξων . Έτσι, προκειμένου να περισώσει όσα περισσότερα εδάφη του κράτους του μπορούσε, έκλεινε συμφωνίες ακόμη και με δυτικούς ηγεμόνες, όπως με τον Ούγο του Μπριέν, Δούκα των Αθηνών , τον Γουλιέλμο Βιλλεαρδουίνο του Μορέως , τον Ριχάρδο Ορσίνι, κόμη της Κεφαλληνίας και κυρίως με τον βασιλέα Νεάπολης και Σικελίας Κάρολο του Ανζού . Επίσης, ως πιστός ορθόδοξος χριστιανός, συνεργάστηκε με τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β΄ για τη διαφύλαξη της ορθόδοξης πίστης και την ακύρωση των ενεργειών για τη θρησκευτική ένωση με τους Λατίνους, την οποία είχε επιδιώξει ο προκάτοχος του Ανδρόνικου Β΄, ο Μιχαήλ Η΄ και, ακολουθώντας το παράδειγμα της Αγίας μητέρας του ανήγειρε τον περίτεχνο ναό της Παναγίας της Παρηγορήτισσας .

                2. Ιωάννης Δούκας

                Ο Ιωάννης Δούκας, είναι το δεύτερο γνήσιο τέκνο του Μιχαήλ Β΄ και της Θεοδώρας. Γεννήθηκε στην Άρτα προφανώς μετά το 1237, αφού δηλαδή η Θεοδώρα γύρισε με το πρωτότοκο γιο της από την εξορία γύρω στα 1236 . Η μητέρα του το 1261 τον οδήγησε με βασιλική συνοδεία στο αυτοκρατορικό παλάτι της Κωνσταντινουπόλεως για την περαιτέρω κοινωνική και πολιτική του εξέλιξη . Οι λόγοι βέβαια αυτής της ενέργειας της Θεοδώρας υποκρύπτουν διπλωματική σκοπιμότητα. Πρώτον, οδήγησε το γιο της στον Μιχαήλ Η΄ ως εγγύηση φιλίας και συμμαχίας μεταξύ αυτού και του συζύγου της Μιχαήλ Β΄ και δεύτερον για να παντρευτεί μία πριγκίπισσα, ώστε να εξασφαλιστεί μέσω ενός τέτοιου γάμου η συμμαχία με το Βυζαντινό Κράτος. Πράγματι, ο Ιωάννης Δούκας μετά από επιθυμία του Μιχαήλ Η΄ θα παντρευτεί τη δεύτερη κόρη του Σεβαστοκράτορα Κωνσταντίνου Τορνικίου . Δυστυχώς όμως ο αυτοκράτορας εξαιτίας των συνεχών πολέμων με τον Μιχαήλ Β΄ και επειδή ο Νικηφόρος Α΄ συμμάχησε με τον Κάρολο του Ανζού φυλάκισε και τύφλωσε τον Ιωάννη το 1280 . Ο Μιχαήλ Η΄ τήρησε σκληρή στάση προς τα τέκνα του Μιχαήλ Β΄, έστω και αν αυτά είχαν δηλώσει προς αυτόν πίστη και φιλία. Οι αδιάκοπες παρακλήσεις της Θεοδώρας για αποφυλάκιση του γιου της έπεφταν στο κενό εξασφαλίζοντας μόνο ψευδείς υποσχέσεις εκ μέρους του αυτοκράτορα. Ο τόπος και ο χρόνος θανάτου του Ιωάννη Δούκα παραμένουν άγνωστοι. Ορισμένοι μελετητές τοποθετούν το χρόνο ανάμεσα στο 1280 (έτος έναρξης της φυλάκισης του) και το 1283 έτος θανάτου του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ και ανάρρησης του Ανδρόνικου Β΄ που ήταν φιλικά διακείμενος προς τον Δεσπότη της Ηπείρου, Νικηφόρο Α΄ .

                3 Δημήτριος Δούκας Κομνηνός

  1. Ο Δημήτριος είναι ο νεότερος γιος του Μιχαήλ Β΄, ο οποίος υπεραγαπούσε τον πατέρα του και του είχε ιδιαίτερη αδυναμία. Γεννήθηκε στην Άρτα πιθανότατα το 1250. Έλαβε ιδιαίτερη μόρφωση και ακολούθησε καριέρα στο βυζαντινό στρατό. Όταν ο πρωτότοκος αδερφός του, Νικηφόρος Α΄, ανέλαβε Δεσπότης της Άρτας, ο Δημήτριος δήλωσε ότι δεν επιθυμούσε να ζει πλέον στην Ήπειρο και μετά το θάνατο του πατέρα του αναχώρησε. Άρχισε μάλιστα να αυτοαποκαλείται Μιχαήλ προς τιμήν του πατέρα του, ενώ είχε και την προσωνυμία Κουτρούλης που του είχε προσάψει ο αδερφός του, Νικηφόρος Α΄ . Το 1278 θα παντρευτεί την Άννα Παλαιολογίνα Κομνηνή, κόρη του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου, και θα λάβει τον τιμητικό τίτλο του Δεσπότη. Ο Nicol κρίνει ότι ο Δημήτριος ήταν ως Δεσπότης της Ηπείρου σε εξορία. Υπάρχουν διάφορες απόψεις για την απόδοση αυτού του τίτλου στον Δημήτριο. Είτε ότι ήταν μία απειλή του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ κατά του ηγεμόνα του Δεσποτάτου της Ηπείρου, Νικηφόρου Α΄, είτε ότι αποτελούσε ένα πολιτικό και διπλωματικό προγεφύρωμα της βασιλομήτορος Θεοδώρας246 . Το 1281 διακρίθηκε στον πόλεμο κατά του Καρόλου του Ανζού, ο οποίος είχε φυλακίσει την αδερφή του Ελένη μαζί με τα παιδιά της . Όταν μάλιστα ο αυτοκράτορας αναχώρησε για την Ανατολή τον άφησε επίτροπο με τον τίτλο «Δεσπότη της Άρτας», αν και ο αδερφός του κατείχε ήδη τον τίτλο. Το 1304 χωρίς επαρκείς αποδείξεις τον φυλάκισαν με την κατηγορία της συνωμοσίας . Άγνωστος παραμένει ο τρόπος και το έτος θανάτου του. Από μία κατεστραμμένη ταφική επιγραφή στη Βλαχέρνα της Άρτας συνάγεται το συμπέρασμα ότι εκεί ενταφιάσθηκαν οι δύο γιοι της Θεοδώρας, οι οποίοι πέθαναν από βίαιο θάνατο.

4 Άννα Αγγελίνα Κομνηνή

Η Άννα γεννήθηκε στην Άρτα και από την εφηβική της ηλικία έδειχνε μία τάση προς τον μοναχισμό. Όμως ο πατέρας της προτιμούσε να την παντρέψει για λόγους διπλωματικούς. Η μητέρα της παρεμβαίνει και σχεδιάζει το γάμο με σκοπό από τη μία μεριά να θέσει φραγμό στα σχέδια των παπικών και από την άλλη να εξασφαλίσει τη συμμαχία των Δυτικών . Το 1258, ο Γουλιέλμος Β΄ Βιλλεαρδουίνος βρισκόταν στο απόγειο της δόξας του. Ο Μιχαήλ Β΄ είδε στο πρόσωπο του έναν ικανό σύμμαχο που θα μπορούσε να τον βοηθήσει στα επεκτατικά του σχέδια εναντίον της αυτοκρατορίας της Νίκαιας. Αυτή τη συμμαχία θα την πετύχαινε με τον Γουλιέλμο, ο οποίος ήταν ήδη χήρος . Ο Γουλιέλμος, ανάμεσα στα άλλα δώρα της προίκας, θα έπαιρνε και εδάφη της Νότιας Θεσσαλίας . Όταν ο Γουλιέλμος Βιλλεαρδουίνος απεβίωσε η Άννα παντρεύτηκε τον Νικόλαο Β΄ του Σαιντ Ομέρ που ήταν αυθέντης των Θηβών . Η ζωή της δίπλα στο δεύτερο σύζυγο της είναι άγνωστη ωστόσο από μία επιτύμβια επιγραφή είναι γνωστό ότι απεβίωσε στην Ανδραβίδα του 1286 .

5. Ελένη Δούκα

Η Ελένη Αγγελίνα Δούκα ήταν προικισμένη από τη φύση με ωραίο παράστημα αλλά είχε και «τήν ἐρασμίαν ἐκείνην χάριν» που διπλασίαζε την ομορφιά της . Παράλληλα ήταν απλή και προσιτή στο λαό και γι’ αυτό ήταν αγαπητή σε όλους. Η Θεοδώρα και ο Μιχαήλ Β΄ για λόγους φυσικά διπλωματικούς πάντρεψαν την νεαρή Ελένη με τον Μανφρέδο, γιο του Φρειδερίκου Β΄ Χοενστάουφεν, αυτοκράτορα της Γερμανίας

Με το γάμο αυτό ο Μιχαήλ Β΄ πίστευε ότι θα εκπλήρωνε τον διακαή πόθο του, να καταλύσει αρχικά το κράτος της Νίκαιας και στη συνέχεια να στραφεί εναντίον των Λατίνων, να απελευθερώσουν την Κωνσταντινούπολη και ο ίδιος να ανακηρυχτεί αυτοκράτορας όλων των Ρωμαίων. Ο Μανφρέδος, απ’ την άλλη, σκέφτηκε να νυμφευθεί την ηπειρώτισσα πριγκίπισσα, για να αυξήσει τις δυνάμεις του που θα προέκυπταν από την συμμαχία με τον ηγεμόνα της Ηπείρου Μιχαήλ Β΄. Έλαβε μάλιστα ως προίκα το Δυρράχιο, τον Αυλώνα, τα Βελέγραδα, τα Κάνινα και την Κέρκυρα . Η Θεοδώρα ήταν ιδιαίτερα χαρούμενη με το γάμο της Ελένης, γιατί απέκτησε γαμπρό που ήταν αντίπαλος του πάπα και φίλος των Ορθοδόξων . Η Ελένη όμως αναδείχθηκε σε μία τραγική βασίλισσα. Ο βασιλιάς Μανφρέδος ενώ πολεμά επί επτά έτη εναντίον των στρατευμάτων του πάπα το 1266 νικάται από τον Γάλλο Κάρολο του Ανζού, υποστηρικτή του πάπα και χάνει τη ζωή του . Η Ελένη και τα παιδιά της συλλαμβάνονται από πράκτορες του Καρόλου και μεταφέρονται στην αυλή του στο Lago Pesole, στη Basilicata. Κατά το διάστημα της παραμονής της εκεί, παρακαλεί τον Κάρολο να ελευθερώσει τα παιδιά της αλλά μάταια . Μεταφέρεται έπειτα στο φρούριο της Νοκερίας και εκεί αρνείται πεισματικά την πρόταση του Καρόλου να προχωρήσει σε ένα δεύτερο γάμο με τον Ισπανό Ερρίκο Ινφάντη της Καστιλλίας, διότι, αν ο τελευταίος έπαιρνε την προίκα της μπορούσε να διευρύνει τις κτήσεις του εις βάρος του Μιχαήλ Β΄ και υπέρ του Καρόλου του Ανζού και κατ’ επέκταση του πάπα. Σε αυτή την περίπτωση η Ελένη έπραξε υπέρ της Ορθοδοξίας και κατά των επεκτατικών σχεδίων του πάπα. Μάταια ο πατέρας της στέλνοντας και επιστολή στον πάπα, προσπάθησε να πετύχει την απελευθέρωση της Ελένης και των παιδιών της. Πρώτα βρίσκουν το θάνατο τα παιδιά της, εγκλεισμένα σε διάφορες φυλακές και έπειτα η Ελένη το 1271 σε ηλικία μικρότερη των 30 ετών. Ο μελετητής της ζωής της Ελένης, Μιχαήλ Δένδιας διατύπωσε την άποψη ότι ήταν κρίμα που η Ορθόδοξος Εκκλησία δεν σκέφτηκε να αγιάσει και την Ελένη αφού «ἐμαρτύρησεν ἀληθῶς ὑπέρ τῆς πίστεως, ὑπέρ τῆς ἀρετῇς, ὑπέρ τῆς εὐγενείας τοῦ ἔθνους αὐτῆς» .

Εσφαλμένως η ανώνυμη έχει θεωρηθεί κόρη του ανώνυμου επίσης δούκα Βατάτζη, αδερφού του αυτοκράτορα της Νίκαιας Ιωάννη Γ΄ Βατάτζη όπως επίσης λανθασμένη ήταν και η άποψη ότι η σύζυγος του Ραούλ ήταν κόρη του Δημητρίου, γιου του Μιχαήλ Β΄ και της Θεοδώρας . Ας σημειωθεί ότι ο Μιχαήλ Β΄ είχε και δύο νόθους γιούς από τη σχέση του με την Γαγγρηνή τον Ιωάννη Α΄ και τον Θεόδωρο .

Της Θεοφιλάκου Μαρίας-Ελένης Διπλωματούχου Τμήματος Φιλολογίας του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, 2001