ΤΟ ΕΘΙΜΟ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ

ΤΟ ΕΘΙΜΟ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ

Το έθιμο χάνετε στα βάθη των αιώνων .
Ενορίτες και παιδιά από την ενορία  της Αγίας θεοδώρας ένα μήνα πριν την Μεγάλη Πέμπτη πηγαίνουν στης όχθες του ποταμού Άραχθου και συγκεντρώνουν κορμούς δέντρων που κατεβάζει το ποτάμι.
Το πρωί της Μεγάλης Πέμπτης τους στήνουν στην πλατεία της εκκλησιάς και το βράδυ στο έκτο ευαγγέλιο ανάβουν φωτιά (βλέπε φώτο).
Το έθιμο συμβολίζει της φωτιές που άναψαν έξω από το κυβερνείο του ποντίου πιλατου αναμένοντας την απόφαση για την τύχη Του, ενώ ο Πέτρος Τον απαρνούνταν 3 φορές
Η φωτιά είναι τόσο μεγάλη που φαίνεται από τα χωριά  Βλαχέρνα και  κορφοβούνι !!!
Το έθιμο προσελκύει κόσμο από όλη την Ελλάδα αλλά και το ενδιαφέρον ΜΜΕ πανελλαδικής εμβέλειας.

Ο Σύλλογος Φίλων Βυζαντινού Ναού Αγίας Θεοδώρας, με την αφοσίωση και το μεράκι των μελών του, προετοιμάζει σχολαστικά την αναβίωση του εθίμου της Μεγάλης Φωτιάς, που λαμβάνει χώρα την Μεγάλη Πέμπτη κάθε έτος. Το έθιμο που είναι γνωστό και ως «το Άναμμα της Μεγάλης Φωτιάς στην Άρτα» πραγματοποιείται από τα χρόνια πριν την τουρκοκρατία και συνεχίζει ανελλιπώς έως σήμερα.

Η διαδικασία ξεκινά αρκετές ημέρες πριν, όταν τα μέλη του Συλλόγου έρχονται σε επαφή με ενορίτες που επιθυμούν να συνεισφέρουν στη συγκέντρωση των ξύλων. Για πολλούς από αυτούς, η προσφορά ξύλων είναι μια μορφή τάματος, μια πράξη ευλάβειας για την ευημερία των οικογενειών τους.

Για την επιτυχή αναβίωση του εθίμου, απαιτούνται περίπου 10 τόνοι ξύλων. Εάν η ποσότητα αυτή δεν συγκεντρωθεί από τις προσφορές των ενοριτών, ο Σύλλογος ζητά τη συνδρομή του Δήμου Αρταίων, ο οποίος μέσω του τομέα πρασίνου παρέχει την απαραίτητη βοήθεια για την προμήθεια των ξύλων. Την Μεγάλη Τετάρτη, τα φορτηγά του Δήμου μεταφέρουν τα ξύλα και τα τοποθετούν σε σημείο της πλατείας, πλησίον του χώρου όπου θα ανάψει η φωτιά. Την ίδια ημέρα φθάνει και μεγάλη ποσότητα αμμοχάλικου, η οποία στρώνεται στην πλατεία ώστε να προστατευτεί το πλακόστρωτο από τη φωτιά.

Το κάλεσμα στους νέους και τους ενορίτες γίνεται για την Μεγάλη Πέμπτη, περίπου στις 11:00 το πρωί, για την έναρξη της διαδικασίας του στησίματος των ξύλων. Η τέχνη του στησίματος είναι ιδιαίτερη και έχει περάσει από γενιά σε γενιά. Τα ξύλα στήνονται σαν κωνική καλύβα. Πρώτα τοποθετείται το κεντρικό ξύλο, το οποίο πρέπει να είναι χλωρό, ψιλό και χοντρό για να μην καεί εύκολα και στην κορυφή να έχει διχάλα για να δέσουν τα υπόλοιπα ξύλα. Στη συνέχεια, οι υπόλοιποι χλωροί κορμοί τοποθετούνται σταυρωτά για να ισορροπήσουν και να στηριχτούν μόνοι τους. Τέλος, τα κενά γεμίζουν με ξερά ξύλα, ώστε να δημιουργηθεί μια συμπαγής κατασκευή. Ο στόχος είναι τα ξύλα να τοποθετηθούν με τέτοιο τρόπο ώστε, όταν ανάψει η φωτιά, να παραμείνουν όρθια μέχρι να σβήσει χωρίς να καταρρεύσει η καλύβα.

Το απόγευμα της Μεγάλης Πέμπτης ξεκινά η ακολουθία των Παθών, με τους πιστούς να γεμίζουν πρώτα τον ναό και στη συνέχεια την πλατεία. Οι πιστοί καταφθάνουν από κάθε γωνιά της Ελλάδας για να συμμετάσχουν στο εντυπωσιακό αυτό έθιμο.

Η μεγάλη στιγμή φθάνει όταν ο Ιερέας διαβάζει το έκτο Ευαγγέλιο. Η Σταύρωση εξέρχεται από το Ιερό και η καμπάνα χτυπά πένθιμα. Τότε, μικροί και μεγάλοι, κρατώντας ένα κερί στο χέρι, πλησιάζουν την ξύλινη κατασκευή και ανάβουν τη φωτιά. Στην αρχή η φωτιά καίει σιγά, αλλά μόλις τα ξύλα φουντώσουν, οι φλόγες υψώνονται πάνω από πέντε μέτρα, δημιουργώντας ένα εντυπωσιακό θέαμα. Ο Ναός, η πλατεία και ο κόσμος φωτίζονται με ένα εκπληκτικό πορτοκαλί χρώμα.

Για την επιτέλεση του εθίμου λαμβάνονται όλα τα απαραίτητα μέτρα πυρασφάλειας και πυροπροστασίας.

Το έθιμο της Μεγάλης Φωτιάς αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του πασχαλινού πολιτιστικού προγράμματος του Δήμου Αρταίων, γνωστό ως “Βυζαντινή Άρτα”. Η ένταξη του εθίμου σε αυτό το πρόγραμμα ενισχύει τη σημασία του και προσελκύει επισκέπτες από όλη την Ελλάδα, συμβάλλοντας στην ανάδειξη της πολιτιστικής κληρονομιάς της περιοχής.

Αξιοσημείωτο είναι ότι το έθιμο της Μεγάλης Φωτιάς επιτελείται αδιάκοπα όλα αυτά τα χρόνια χωρίς καμία παύση, ούτε καν την περίοδο της πανδημίας COVID-19. Η επιμονή και το αίσθημα καθήκοντος των μελών της κοινότητας και του Συλλόγου διασφαλίζουν τη συνέχιση της παράδοσης ακόμα και σε δύσκολες περιόδους, υπογραμμίζοντας τη σημασία και την ανθεκτικότητα αυτού του πολιτιστικού στοιχείου.

Τα τελευταία χρόνια το έθιμο επιτελείται με περιβαλλοντικά υπεύθυνο τρόπο. Τα ξύλα που συγκεντρώνονται προέρχονται από περιοχές που η αποψίλωση αντισταθμίζεται με την αναδάσωση. Κυρίως όμως, και με τη συνεργασία του Δήμου Αρταίων, τα ξύλα προέρχονται από κλαδέματα ή καθαρισμούς αστικών και αγροτικών περιοχών στο πλαίσιο της προληπτικής πυροπροστασίας των ακινήτων. Στο τέλος η στάχτη που παράγεται συλλέγεται και χρησιμοποιείται ως λίπασμα για την ενίσχυση του εδάφους σε κήπους της γειτονιάς.

Η αναγνώριση και η ανάδειξη τέτοιων εθίμων δεν είναι απλώς μια πράξη διατήρησης του παρελθόντος, αλλά και μια επένδυση στο μέλλον, διασφαλίζοντας ότι οι επόμενες γενιές θα συνεχίσουν να αντλούν έμπνευση και ταυτότητα από τις ρίζες τους. Με τη συνεχή υποστήριξη της κοινότητας και τη δέσμευση των νέων, το έθιμο της Μεγάλης Φωτιάς στην Αγία Θεοδώρα Άρτας θα συνεχίσει να φωτίζει τις καρδιές και τις ψυχές των ανθρώπων για πολλά ακόμα χρόνια.

Η συνεργασία μεταξύ του Συλλόγου Φίλων Βυζαντινού Ναού Αγίας Θεοδώρας, των ενοριτών, και του Δήμου Αρταίων αποτελεί παράδειγμα επιτυχούς προσπάθειας για τη διαφύλαξη και την ανάδειξη της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς.

Το έθιμο της Μεγάλης Φωτιάς στην Αγία Θεοδώρα Άρτας αποτελεί έναν από τους πιο ζωντανούς και διαχρονικούς εορτασμούς της ελληνικής παράδοσης.

Το έθιμο αναβιώνει ακατάπαυστα εδώ και αιώνες, από την περίοδο πριν την Τουρκοκρατία, και διατηρεί τη σημασία του ως σύμβολο της χριστιανικής κοινότητας. Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, η αναβίωση του εθίμου συνέβαλε σημαντικά στο δέσιμο και την ενότητα της χριστιανικής κοινότητας, παρέχοντας μια αίσθηση συνέχειας και ελπίδας. Μαρτυρίες για την επιτέλεση του εθίμου κάθε Μεγάλη Πέμπτη υπάρχουν για τουλάχιστον 300 χρόνια πίσω.

Αναβίωνε στην ίδια ενορία αλλά από δύο Ναούς: στην πλατεία του Ναού της Αγίας Θεοδώρας, όπου συνεχίζεται αδιάκοπα μέχρι σήμερα, και στη γειτονική πλατεία του Ναού του Αγίου Νικολάου, όπου έχει σταματήσει εδώ και πολλά χρόνια.

Οι αναμνήσεις των παλαιότερων, όπως αυτές των εγγονιών του Μιλτιάδη Φέκα που πέθανε το 1960 και της κυράς Μαγδαληνής Ναούμ που πέθανε στις αρχές της δεκαετίας του 1990 σε ηλικία 97 ετών, καταδεικνύουν την αδιάσπαστη συνέχεια του εθίμου. Τα εγγόνια του Μιλτιάδη Φέκα ανέφεραν ότι ο παππούς τους τους έλεγε ότι πήγαιναν με τον πατέρα του και άλλα παιδιά για να μαζέψουν ξύλα για το έθιμο. Η κυρά Μαγδαληνή Ναούμ έλεγε ότι ο παππούς της μάζευε ξύλα και όταν μεγάλωσε επέβλεπε για το σωστό στήσιμο.

Οι νέοι των δύο οικισμών ξεκινούσαν ένα μήνα πριν τη Μεγάλη Πέμπτη να οργανώνουν την ανεύρεση και τη συλλογή των ξύλων από τις όχθες του Άραχθου ποταμού. Ο μοναδικός τους στόχος ήταν να μαζέψουν περισσότερα ξύλα από τους άλλους, ώστε να φτιάξουν μεγαλύτερη και πιο εντυπωσιακή φωτιά.

Οι μεγάλοι κορμοί δέντρων που κατέβαζε το ποτάμι δένονταν με τριχιές και σύρονταν μέχρι τις πλατείες. Συχνά, κάποιοι ενεργούσαν ως κατάσκοποι για να δουν την ποσότητα των ξύλων που είχαν συγκεντρώσει οι “αντίπαλοι” και αναλόγως να δράσουν. Στα παλαιότερα χρόνια το έθιμο γινόταν στην αριστερή πλευρά της εκκλησίας.

Τα τελευταία χρόνια η φωτιά ανάβεται στην μπροστινή πλευρά που είναι και η κεντρική είσοδος στο Ναό. Μια ιδιαίτερη πτυχή του εθίμου είναι η χρήση των κάρβουνων από τη φωτιά. Η ποσότητα των ξύλων ήταν τόσο μεγάλη που η θράκα παρέμενε αναμμένη μέχρι την Κυριακή του Πάσχα.

Οι περίοικοι χρησιμοποιούσαν τα κάρβουνα για να ψήσουν τα αρνιά, όπως προστάζει το έθιμο της Κυριακής του Πάσχα.

Αξιοσημείωτο είναι ότι το έθιμο της Μεγάλης Φωτιάς επιτελείται αδιάκοπα όλα αυτά τα χρόνια χωρίς καμία παύση, ακόμη και κατά την περίοδο της πανδημίας του COVID-19. Αυτό αναδεικνύει την βαθιά ριζωμένη αξία και την ανθεκτικότητα του εθίμου στη συλλογική συνείδηση της κοινότητας.

Μάλιστα, συγκεκριμένα, τη Μεγάλη Πέμπτη του 2010, οι μετέπειτα ιδρυτές του Συλλόγου Φίλων Βυζαντινού Ναού Αγίας Θεοδώρας, όταν διαπίστωσαν ότι δεν είχαν μαζευτεί ξύλα, ανησύχησαν για την προετοιμασία της φωτιάς και την επιτέλεση του εθίμου.

Έτσι, συγκέντρωσαν τα χρήματα και εκείνη τη χρονιά προμηθεύτηκαν ξύλα την τελευταία στιγμή από ιδιώτη. Η εμπειρία αυτή ώθησε τους κατοίκους να δημιουργήσουν τον σύλλογο ώστε να μην διακινδυνέψει ξανά η επιτέλεση του εθίμου.

Η ίδια η ίδρυση του Συλλόγου Φίλων Βυζαντινού Ναού Αγίας Θεοδώρας πραγματοποιήθηκε με στόχο την τήρηση και αναβίωση των εθίμων της ενορίας.

Το έθιμο της Μεγάλης Φωτιάς στην Αγία Θεοδώρα Άρτας είναι ένας ζωντανός θησαυρός της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς της Ελλάδας.

Η συνεχής αναβίωσή του, παρά τις ιστορικές και κοινωνικές προκλήσεις, ενισχύει την κοινότητα και διατηρεί ζωντανή την πολιτιστική μνήμη.

Είναι ένα έθιμο που ενώνει γενιές, προάγει τη συνεργασία και τη συλλογικότητα, και παράλληλα προσφέρει ένα εντυπωσιακό θέαμα που φωτίζει κυριολεκτικά και μεταφορικά τις ζωές των ανθρώπων που συμμετέχουν σε αυτό.