Ελένη Δούκαινα η κόρη της Αγιας Θεοδώρας που μαρτύρησε

Ελένη Δούκαινα η κόρη της Αγιας Θεοδώρας που μαρτύρησε

Είναι  κρίμα που η Ορθόδοξος Εκκλησία δεν σκέφτηκε να αγιάσει και την Ελένη αφού «ἐμαρτύρησεν ἀληθῶς ὑπέρ τῆς πίστεως, ὑπέρ τῆς ἀρετῇς, ὑπέρ τῆς εὐγενείας τοῦ ἔθνους αὐτῆς» (Μιχαήλ Δένδιας) .

 

Ελένη Δούκαινα, Χοενστάουφεν, Βασίλισσα των δύο Σικελιών (1259-1266)

Ήταν η μικρότερη κόρη της Αγίας Θεοδώρας και του Δεσπότη Μιχαήλ Β’· Γεννήθηκε στην Άρτα το έτος 1242· και οι δύο γονείς έτρεφαν μεγάλη αδυναμία στην Ελένη. Είχε απαράμιλλη ομορφιά και χάρη και σεμνότητα, φερόταν με πολλή ευγένεια προς τον απλό λαό και εισέπραττε την αγάπη όλων των ανθρώπων. Οι αρετές της πήγαζαν κυρίως από την καλή ανατροφή που έλαβε από τη μητέρα της Αγία Θεοδώρα, η οποία φρόντισε όλα της τα παιδιά να λάβουν ελληνοχριστιανική αγωγή, εμπνέοντας τις αξίες αυτές κυρίως με το παράδειγμά της.

Βασική της φροντίδα, αλλά και του Μιχαήλ, ήταν πάντοτε πώς θα προφυλάξουν την ελληνικότητα του κράτους και την Ορθοδοξία, που πάντοτε επιβουλεύονταν οι παπικοί με την προπαγάνδα τους. Και επεδίωκαν να κάνουν τους γάμους των παιδιών τους με τρόπο που θα βοηθούσε σε αυτό το σκοπό. Έτσι για την Ελένη τους βρήκαν για σύζυγο τον Μανφρέδο, ο οποίος  ήταν γιος του Βασιλιά της Σικελίας και Κάτω Ιταλίας Φρειδερίκου Β’, που προερχόταν από τη Γερμανική Δυναστεία των Χοενστάουφεν. Όταν ο Φρειδερίκος πέθανε, με διαθήκη του άφησε στο Μανφρέδο το βασίλειο των δύο Σικελιών. Ο Μανφρέδος, όπως και ο πατέρας του, ήταν ενάντια στις επεκτατικές επιδιώξεις του Πάπα, και γι’ αυτό εκείνος τους αφόρισε. Έτσι ο Μανφρέδος έτρεφε μεγάλη συμπάθεια προς τους Ορθόδοξους και σε ό,τι ήταν εναντίον του Πάπα. Η Ελένη, η κόρη της Αγίας Θεοδώρας, ήταν μόλις δεκαέξι χρόνων, όταν έγινε το προξενιό. Ο δε Μανφρέδος ήταν είκοσι έξι χρόνων, πολύ όμορφος με μαλλιά ξανθά, και πολύ γενναίος στα πεδία των μαχών. Πιθανόν να ομιλούσε και την Ελληνική γλώσσα, γιατί αυτή ομιλούνταν στα μέρη αυτά της Κάτω Ιταλίας και Σικελίας (και μέχρι σήμερα ομιλείται). Ήταν και μουσικός· έγραφε ο ίδιος ποιήματα, τα οποία μελοποιούσε.

Ο γάμος έγινε τελικά στο Τράνο της Ιταλίας, πόλη παραθαλάσσια απέναντι από το Δυρράχιο της Βορείου Ηπείρου, μέσα στο κάστρο, με κάθε επισημότητα, και κράτησε μέρες. Η Ελένη έγινε έτσι Βασίλισσα της Σικελίας, Δούκισσα της Απουλίας και Πριγκίπισσα της Καπύης.

Λατρεύει το σύζυγό της, αγαπά περίσσια και το λαό, και όλοι τη θαυμάζουν για την ομορφιά της, τη γλυκύτητα και την καλοσύνη της. Πιστεύει πολύ στο θεσμό της οικογένειας. Έφερε στον κόσμο τέσσερα παιδιά, σε σύντομο χρονικό διάστημα, το ένα μετά το άλλο. Πρώτα τον Ερρίκο το 1262 μ.Χ., μία κόρη, τη Βεατρίκη, το Φρειδερίκο και τον Αντζολίνο (Αγγελίνο), που ήταν το μικρότερο παιδί της. Πολύ νωρίς όμως ο Μανφρέδος μπήκε σε περιπέτειες· αιτία ήταν ο πάπας της Ρώμης. Μισούσε το Μανφρέδο και προσπαθούσε να του δημιουργεί προβλήματα.

Ο κόμης της Ανδεγαυίας Κάρολος, τελευταίος γιος του βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκου Η’ του Λέοντα, ήταν πολύ φιλόδοξος και κίνησε ουρανό και γη να βρει ένα θρόνο κάπου για τον εαυτό του. Ο Πάπας τότε τον ξεσήκωσε. Τον ανακήρυξε βασιλιά της Σικελίας, και ο Κάρολος ήρθε με τη δύναμη των όπλων να πάρει το κράτος του Μανφρέδου. Έτσι σε μια μάχη, κοντά στην πόλη Μπενεβέντο της Κάτω Ιταλίας, οι δυνάμεις του Μανφρέδου, στις 26 Φεβρουαρίου του έτους 1266 έπαθαν ολοκληρωτική καταστροφή. Μεταξύ των νεκρών ήταν και ο Μανφρέδος.

Το θλιβερό νέο έμαθε η Ελένη, ενώ βρισκόταν στην πόλη Νοκερία της Καμπανίας, μαζί με τα παιδιά της, όπου ήταν υπό την προστασία του διοικητή της πόλης. Ο Κάρολος κατέλαβε το κράτος του Μανφρέδου, την δε Ελένη σχεδόν όλοι οι αυλικοί την εγκατέλειψαν. Αυτοί που της έμειναν πιστοί, τη συμβούλεψαν να φύγει με τα παιδιά της στην Ήπειρο, να πάει στην Άρτα, στο σπίτι των γονέων της. Τη συνόδεψαν μέχρι το λιμάνι του Τράνου, όπου έφθασαν νύχτα, αλλά δεν μπόρεσαν να αποπλεύσουν, γιατί είχε μεγάλη τρικυμία. Έτσι κατέφυγαν στο κάστρο κρυφά, και ο φρούραρχος τους δέχτηκε με καλοσύνη. Μαθεύτηκε όμως ότι βρίσκονται εκεί, και ο πάπας παρήγγειλε στο φρούραρχο να τους κρατήσει, ώσπου ήρθαν ιππείς του Καρόλου και τους συνέλαβαν. Αρχικά την Ελένη τη φυλάκισαν στην πόλη του Τράνου, μαζί με την κόρη της Βεατρίκη, τα δε μικρά της αγόρια τα πήραν και τα οδήγησαν σε φυλακή, σε άγνωστο φρούριο, με σκοπό να ξεχαστούν από τους ανθρώπους· γιατί, αν τα αφήσει ελεύθερα, αυτά, όταν μεγαλώσουν, μπορεί να του πάρουν το θρόνο, ως νόμιμοι διάδοχοι του πατέρα τους Μανφρέδου. Εκεί πέρασαν τη ζωή τους, δεμένα με βαριές αλυσίδες στα πόδια, για να μην μπορούν να κινηθούν, και πιθανόν και στα χέρια, μέσα στη φτώχεια και την εξαθλίωση.

Τη δε μητέρα τους Ελένη και την κόρη της Βεατρίκη ο Βασιλιάς Κάρολος αργότερα τις μετέφερε και τις έκλεισε στο φρούριο της Νοκερίας, που βρισκόταν ανάμεσα από βουνά, και ήταν ένα από τα οχυρότερα φρούρια του βασιλείου του Καρόλου. Εκεί η θλίψη της ήταν μεγάλη· πρώτα γιατί έχασε το σύζυγό της, τον οποίο υπεραγαπούσε, και δεύτερο γιατί δεν ήξερε ποια τύχη είχαν τα μικρά της αγόρια. Παρακάλεσε πολλές φορές τον Κάρολο να της πει πού βρίσκονται τα παιδιά της, αλλά ποτέ δεν εισακούστηκε. Με επιστολές τους παρακάλεσαν και οι γονείς της, όταν έμαθαν τα συμβάντα, τον πάπα και τον Κάρολο, να απελευθερώσει την κόρη τους Ελένη μαζί με τα παιδιά της, αλλά  χωρίς αποτέλεσμα. Την ίδια ο Κάρολος την πίεσε πολλές φορές να παντρευτεί κάποιον καθολικό πρίγκιππα Ισπανό, αλλά δε δέχτηκε, για να μην προδώσει τη μνήμη του άνδρα της, αλλά και να μην διακινδυνεύσει την Ορθόδοξη πίστη της, για την υπεράσπιση της οποίας ήταν πρόθυμη και τη ζωή της ακόμη να δώσει. Η στενοχώρια της γινόταν μεγαλύτερη, επειδή δεν έμαθε ποτέ για την τύχη των παιδιών της. Έτσι από τη θλίψη της πέθανε στη φυλακή νεότατη, σε ηλικία μικρότερη των τριάντα χρόνων το έτος 1271. Έφυγε μάρτυρας για την πίστη της στην Ορθοδοξία και στην οικογένειά της.